- ακαταλάγιαστος
- -η, -ο [καταλαγιάζω]αυτός που δεν καταλαγιάζει, ο ανήσυχος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταλάγιαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν καταλαγιάζει, δεν ησυχάζει: Τα ζωντανά ψες βράδυ ήταν ακαταλάγιαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)